εμφανίσιμος

εμφανίσιμος
-η, -ο
ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος …   Dictionary of Greek

  • απαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εμφανίστηκε, δεν παρουσιάστηκε 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος να παρουσιαστεί, ο μη εμφανίσιμος …   Dictionary of Greek

  • καλούτσικος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας. * * * η, ο, θηλ. και ια (Μ καλούτσικος, η, ον) [καλός] 1. κάπως καλός, υποφερτός, μέτριος («καλούτσικος μαθητής») 2. ευχάριστος στην όψη,… …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάσιμος — η, ο κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Περικλής — (Πάτρα 1869 – Σκαραμαγκάς Αττικής 1910). Λογοτέχνης. Έγινε γνωστός από την ιδιότυπη κίνησή του για την αναμόρφωση του νέου ελληνισμού. Γιος γιατρού και μητέρας από τη μεγάλη οικογένεια των Χαιρέτηδων που η καταγωγή της έφτανε έως το Βυζάντιο,… …   Dictionary of Greek

  • Ντέι-Λιούις, Ντάνιελ — (Daniel Day Lewis, Λονδίνο 1958 –). Βρετανός ηθοποιός. Με σπουδές στο Bristol Arts Center, εμφανίσιμος και με μεγάλη θεατρική προϋπηρεσία ο Λ. ήταν ο ιδανικός ανερχόμενος σταρ για το εμπορικό αλλά και καλλιτεχνικό Χόλιγουντ που πάντοτε ζητά… …   Dictionary of Greek

  • ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλό πρόσωπο, καλή εμφάνιση, εμφανίσιμος: Ευπαρουσίαστη γυναίκα. 2. αυτός που μπορεί να δειχτεί: Το φαγητό δεν είναι ευπαρουσίαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρουσιάσιμος — η, ο αυτός που είναι άξιος, κατάλληλος για να παρουσιαστεί ή να τον παρουσιάσει κανείς, εμφανίσιμος, που έχει ωραίο παρουσιαστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”